τριοπίς: Difference between revisions
From LSJ
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
(6_12) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τριοπίς''': ἴδε [[τριοττίς]]. | |lstext='''τριοπίς''': ἴδε [[τριοττίς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τριόφθαλμος]]<br />[[εἶναι]] [[ζῷον]] ὅμοιον ἀκρίδι<br />καὶ περιτραχήλιον [[τρεῖς]] ἔχον ὀφθαλμοὺς [[ὑαλοῦς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[τριοττίς]] κατ' [[επίδραση]] του θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]], αν δεν πρόκειται για εσφ. τ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. τριοττίς. II = ὄρνεόν τι, Phot. (s. v. l.); ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
τριοπίς: ἴδε τριοττίς.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τριόφθαλμος
εἶναι ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι
καὶ περιτραχήλιον τρεῖς ἔχον ὀφθαλμοὺς ὑαλοῦς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τριοττίς κατ' επίδραση του θ. οπ- του ὄπωπα, αν δεν πρόκειται για εσφ. τ.].