καμηλώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(6_7) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰμηλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς κάμηλον, οἱ ὀνώδεις καὶ καμηλώδεις ἄνθρωποι τὴν ψυχὴν καὶ τὸ [[σῶμα]] Γαλην. 6. 664, 11, Νικήτ. Χων. Χρον. 140D. | |lstext='''κᾰμηλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς κάμηλον, οἱ ὀνώδεις καὶ καμηλώδεις ἄνθρωποι τὴν ψυχὴν καὶ τὸ [[σῶμα]] Γαλην. 6. 664, 11, Νικήτ. Χων. Χρον. 140D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καμηλώδης]], -ῶδες (AM)<br />αυτός που μοιάζει με [[καμήλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A camel-like, Gal.6.664.
German (Pape)
[Seite 1316] ες, einem Kameel ähnlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμηλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κάμηλον, οἱ ὀνώδεις καὶ καμηλώδεις ἄνθρωποι τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα Γαλην. 6. 664, 11, Νικήτ. Χων. Χρον. 140D.
Greek Monolingual
καμηλώδης, -ῶδες (AM)
αυτός που μοιάζει με καμήλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -ώδης].