κατασκέπω: Difference between revisions

From LSJ
(6_2)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασκέπω''': [[κατασκεπάζω]], ἐσθήσεσι πολλαῖς κατ. τὸ [[σῶμα]] Ἀνθ. Π. 60, Μουσών. παρὰ Στοβ. 17. 57· ζωστῆρι κατ. ἄντυγα μαζοῦ αἰδομένη Νόνν. Δ. 2. 110.
|lstext='''κατασκέπω''': [[κατασκεπάζω]], ἐσθήσεσι πολλαῖς κατ. τὸ [[σῶμα]] Ἀνθ. Π. 60, Μουσών. παρὰ Στοβ. 17. 57· ζωστῆρι κατ. ἄντυγα μαζοῦ αἰδομένη Νόνν. Δ. 2. 110.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατασκέπω]] (Α)<br />[[κατασκεπάζω]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκέπω Medium diacritics: κατασκέπω Low diacritics: κατασκέπω Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΠΩ
Transliteration A: katasképō Transliteration B: kataskepō Transliteration C: kataskepo Beta Code: kataske/pw

English (LSJ)

   A = κατασκεπάζω, AP5.59 (Rufin.), Muson.Fr.19p.106H.

German (Pape)

[Seite 1378] = κατασκεπάζω; Muson. Stob. fl. 1, 84; Rufin. 6 (V, 60); Nonn. D. 2, 110.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκέπω: κατασκεπάζω, ἐσθήσεσι πολλαῖς κατ. τὸ σῶμα Ἀνθ. Π. 60, Μουσών. παρὰ Στοβ. 17. 57· ζωστῆρι κατ. ἄντυγα μαζοῦ αἰδομένη Νόνν. Δ. 2. 110.

Greek Monolingual

κατασκέπω (Α)
κατασκεπάζω.