περιτέχνησις: Difference between revisions

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιτέχνησις''': ἡ, πανοῦργον [[τέχνασμα]], [[δόλος]], τῶν ἐπιχειρήσεων περιτεχνήσει Θουκ. 3. 82, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 19.
|lstext='''περιτέχνησις''': ἡ, πανοῦργον [[τέχνασμα]], [[δόλος]], τῶν ἐπιχειρήσεων περιτεχνήσει Θουκ. 3. 82, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 19.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />invention ingénieuse, ruse.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], τεχνάομαι.
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 596] ἡ, vorzügliche Kunst, List, Thuc. 3, 82.

Greek (Liddell-Scott)

περιτέχνησις: ἡ, πανοῦργον τέχνασμα, δόλος, τῶν ἐπιχειρήσεων περιτεχνήσει Θουκ. 3. 82, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 19.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
invention ingénieuse, ruse.
Étymologie: περί, τεχνάομαι.