λῆδον: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῆδον''': τό, [[θάμνος]] τις τῆς Ἀνατολῆς, ἕτερον [[εἶδος]] κίστου, μακρότερα δὲ τὰ φύλλα ἔχει καὶ μελάντερα (πρβλ. [[σχῖνος]]), ἐξ οὗ γίνεται τὸ λεγόμενον [[λήδανον]] ἢ [[λάδανον]], Cistus Creticus, Διοσκ. 1. 128, Πλιν. Ν. Η. 26. 30, 2· - περὶ τοῦ Θεοκρ. 21. 10, ἴδε ἐν λ. [[δέλεαρ]]. (Ἴδε [[κιννάμωμον]]). | |lstext='''λῆδον''': τό, [[θάμνος]] τις τῆς Ἀνατολῆς, ἕτερον [[εἶδος]] κίστου, μακρότερα δὲ τὰ φύλλα ἔχει καὶ μελάντερα (πρβλ. [[σχῖνος]]), ἐξ οὗ γίνεται τὸ λεγόμενον [[λήδανον]] ἢ [[λάδανον]], Cistus Creticus, Διοσκ. 1. 128, Πλιν. Ν. Η. 26. 30, 2· - περὶ τοῦ Θεοκρ. 21. 10, ἴδε ἐν λ. [[δέλεαρ]]. (Ἴδε [[κιννάμωμον]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />ciste (cistus Cyprius), <i>arbrisseau produisant la gomme</i> [[λήδανον]].<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt sém., cf. <i>arabe</i> ladan, <i>persan</i> ladan. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A shrub from which the gum λήδανον exudes, Cistus cyprius, Dsc.1.97, Plin.HN26.47.
Greek (Liddell-Scott)
λῆδον: τό, θάμνος τις τῆς Ἀνατολῆς, ἕτερον εἶδος κίστου, μακρότερα δὲ τὰ φύλλα ἔχει καὶ μελάντερα (πρβλ. σχῖνος), ἐξ οὗ γίνεται τὸ λεγόμενον λήδανον ἢ λάδανον, Cistus Creticus, Διοσκ. 1. 128, Πλιν. Ν. Η. 26. 30, 2· - περὶ τοῦ Θεοκρ. 21. 10, ἴδε ἐν λ. δέλεαρ. (Ἴδε κιννάμωμον).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ciste (cistus Cyprius), arbrisseau produisant la gomme λήδανον.
Étymologie: DELG emprunt sém., cf. arabe ladan, persan ladan.