οὐροδόχος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(6_18) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐροδόχος''': -ον, ὁ περιέχων ἢ δεχόμενος οὖρα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 108· [[οὐροδόχος]] [[κύστις]] Γαλην. ΙΙ, 239C. | |lstext='''οὐροδόχος''': -ον, ὁ περιέχων ἢ δεχόμενος οὖρα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 108· [[οὐροδόχος]] [[κύστις]] Γαλην. ΙΙ, 239C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο (ΑΜ [[οὐροδόχος]] και [[οὐρηδόχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει ή δέχεται τα [[ούρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ουροδόχος]] [[κύστη]]» — η [[κύστη]] [[μέσα]] στην οποία συγκεντρώνονται τα [[ούρα]] στα μεσοδιαστήματα τών ουρήσεων [[κατά]] την κάθοδό τους από τα νεφρά [[προτού]] εκχυθούν από την [[ουρήθρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξενο</i>-<i>δόχος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A holding urine, Gal. 8.373, 19.363, Sch.Ar.Ach.82.
German (Pape)
[Seite 419] den Urin aufnehmend, ἀγγεῖα, Schol. Ar. Ach. 82 u. Sp. Vgl. οὐρηδόχος.
Greek (Liddell-Scott)
οὐροδόχος: -ον, ὁ περιέχων ἢ δεχόμενος οὖρα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 108· οὐροδόχος κύστις Γαλην. ΙΙ, 239C.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ οὐροδόχος και οὐρηδόχος, -ον)
1. αυτός που περιέχει ή δέχεται τα ούρα
2. φρ. «ουροδόχος κύστη» — η κύστη μέσα στην οποία συγκεντρώνονται τα ούρα στα μεσοδιαστήματα τών ουρήσεων κατά την κάθοδό τους από τα νεφρά προτού εκχυθούν από την ουρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόχος].