ξυλοστεγής: Difference between revisions

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
(6_7)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλοστεγής''': -ές, ἐστεγασμένος διὰ ξύλων, Μανασσ. Χρον. 397· ― ξυλόστεγος, ον, Κωδῖνος π. Πατρίων Κων)πόλεως σ. 8.
|lstext='''ξῠλοστεγής''': -ές, ἐστεγασμένος διὰ ξύλων, Μανασσ. Χρον. 397· ― ξυλόστεγος, ον, Κωδῖνος π. Πατρίων Κων)πόλεως σ. 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυλοστεγής]], -ές (ΑΜ, Μ και [[ξυλόστεγος]], -ον)<br />αυτός που έχει ξύλινη [[στέγη]], [[ξυλοσκέπαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ξυλον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στέγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέγω]] «[[καλύπτω]], [[στεγάζω]]»), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-<i>στεγής</i>. Ο τ. [[ξυλόστεγος]] <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στεγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέγη]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>στεγος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοστεγής Medium diacritics: ξυλοστεγής Low diacritics: ξυλοστεγής Capitals: ΞΥΛΟΣΤΕΓΗΣ
Transliteration A: xylostegḗs Transliteration B: xylostegēs Transliteration C: ksylostegis Beta Code: culostegh/s

English (LSJ)

ές,

   A covered with wood, prob. in POxy.2146.13 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοστεγής: -ές, ἐστεγασμένος διὰ ξύλων, Μανασσ. Χρον. 397· ― ξυλόστεγος, ον, Κωδῖνος π. Πατρίων Κων)πόλεως σ. 8.

Greek Monolingual

ξυλοστεγής, -ές (ΑΜ, Μ και ξυλόστεγος, -ον)
αυτός που έχει ξύλινη στέγη, ξυλοσκέπαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλον + -στέγης (< στέγω «καλύπτω, στεγάζω»), πρβλ. λιθο-στεγής. Ο τ. ξυλόστεγος < ξύλον + -στεγος (< στέγη), πρβλ. χρυσό-στεγος].