ξυλοστεγής

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοστεγής Medium diacritics: ξυλοστεγής Low diacritics: ξυλοστεγής Capitals: ΞΥΛΟΣΤΕΓΗΣ
Transliteration A: xylostegḗs Transliteration B: xylostegēs Transliteration C: ksylostegis Beta Code: culostegh/s

English (LSJ)

ξυλοστεγές, covered with wood, prob. in POxy.2146.13 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοστεγής: -ές, ἐστεγασμένος διὰ ξύλων, Μανασσ. Χρον. 397· ― ξυλόστεγος, ον, Κωδῖνος π. Πατρίων Κων)πόλεως σ. 8.

Greek Monolingual

ξυλοστεγής, -ές (ΑΜ, Μ και ξυλόστεγος, -ον)
αυτός που έχει ξύλινη στέγη, ξυλοσκέπαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλον + -στέγης (< στέγω «καλύπτω, στεγάζω»), πρβλ. λιθο-στεγής. Ο τ. ξυλόστεγος < ξύλον + -στεγος (< στέγη), πρβλ. χρυσόστεγος].

German (Pape)

ξυλόστεγος.