ἀγανακτητός: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγανακτητός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐνοχλητικός, Πλάτ. Γοργ. 511Β. ἀγανακτητέον, ῥηματ. ἐπίθ. πρέπει ν’ ἀγανακτῇ τις. | |lstext='''ἀγανακτητός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐνοχλητικός, Πλάτ. Γοργ. 511Β. ἀγανακτητέον, ῥηματ. ἐπίθ. πρέπει ν’ ἀγανακτῇ τις. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />irritant.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. d’[[ἀγανακτέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A vexatious, Pl.Grg. 511b.
German (Pape)
[Seite 8] ή, όν, Unwillen erregend, Plat. Gorg. 511 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγανακτητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐνοχλητικός, Πλάτ. Γοργ. 511Β. ἀγανακτητέον, ῥηματ. ἐπίθ. πρέπει ν’ ἀγανακτῇ τις.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
irritant.
Étymologie: adj. verb. d’ἀγανακτέω.