λιχνεύω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιχνεύω''': ([[λίχνος]]) [[λείχω]], λ. περὶ τὰς πέτρας Λουκ. Ἁλ. 48. ΙΙ. [[λείχω]] ἐντελῶς, [[ὄψον]] Πλούτ. 2. 713C· - μεταφ., λαιμάργως ἐπιθυμῶ, τὰ δημόσια μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διον. Ἁλ.· δόξαν Πλουτ. Σύγκρ. Δημ. καὶ Κικ. 2· - Μέσ., ἐπιποθῶ, σφοδρῶς ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., Πλούτ. 2. 347Α· εἶμαι [[λαίμαργος]], λ. εἴς τι Λιβάν. 1069. 11· [[περί]] τι Συνέσ. 90Α.
|lstext='''λιχνεύω''': ([[λίχνος]]) [[λείχω]], λ. περὶ τὰς πέτρας Λουκ. Ἁλ. 48. ΙΙ. [[λείχω]] ἐντελῶς, [[ὄψον]] Πλούτ. 2. 713C· - μεταφ., λαιμάργως ἐπιθυμῶ, τὰ δημόσια μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διον. Ἁλ.· δόξαν Πλουτ. Σύγκρ. Δημ. καὶ Κικ. 2· - Μέσ., ἐπιποθῶ, σφοδρῶς ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., Πλούτ. 2. 347Α· εἶμαι [[λαίμαργος]], λ. εἴς τι Λιβάν. 1069. 11· [[περί]] τι Συνέσ. 90Α.
}}
{{bailly
|btext=lécher ; <i>fig.</i> être avide de, convoiter, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> λιχνεύομαι <i>m. sign.</i> ; avec l’inf. : être avide de faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[λίχνος]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιχνεύω Medium diacritics: λιχνεύω Low diacritics: λιχνεύω Capitals: ΛΙΧΝΕΥΩ
Transliteration A: lichneúō Transliteration B: lichneuō Transliteration C: lichneyo Beta Code: lixneu/w

English (LSJ)

   A gormandize, περὶ τὰς πέτρας Luc.Pisc.48, cf. Arr.Epict.2.4.8, Plu.2.713c.    II desire greedily, covet, τὰ δημόσια D.H.8.73; δόξαν Plu. Comp.Dem.Cic.2:—Med., desire eagerly to do, c. inf., Id.2.347a; to be greedy, λ. εἰς ὅρασιν Lib.Descr.30.3: c. gen., σαρκὸς ἀνθρωπείου λ. Sch.Il.Oxy.221 ix 35:—Pass., to be lusted after, Nic.Dam. 1 J. codd. (dub.).

Greek (Liddell-Scott)

λιχνεύω: (λίχνος) λείχω, λ. περὶ τὰς πέτρας Λουκ. Ἁλ. 48. ΙΙ. λείχω ἐντελῶς, ὄψον Πλούτ. 2. 713C· - μεταφ., λαιμάργως ἐπιθυμῶ, τὰ δημόσια μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διον. Ἁλ.· δόξαν Πλουτ. Σύγκρ. Δημ. καὶ Κικ. 2· - Μέσ., ἐπιποθῶ, σφοδρῶς ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., Πλούτ. 2. 347Α· εἶμαι λαίμαργος, λ. εἴς τι Λιβάν. 1069. 11· περί τι Συνέσ. 90Α.

French (Bailly abrégé)

lécher ; fig. être avide de, convoiter, acc.;
Moy. λιχνεύομαι m. sign. ; avec l’inf. : être avide de faire qch.
Étymologie: λίχνος.