σιδηροπλύτης: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(6_3)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδηροπλύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ πλύνων [[σίδηρον]], Ἡσύχ. ἐν λ. σάλαγξ.
|lstext='''σῐδηροπλύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ πλύνων [[σίδηρον]], Ἡσύχ. ἐν λ. σάλαγξ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>πιθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που πλένει τον σίδηρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλύτης]], [[άλλος]] τ. του [[πλύντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἱματιο</i>-[[πλύτης]]].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροπλύτης Medium diacritics: σιδηροπλύτης Low diacritics: σιδηροπλύτης Capitals: ΣΙΔΗΡΟΠΛΥΤΗΣ
Transliteration A: sidēroplýtēs Transliteration B: sidēroplytēs Transliteration C: sidiroplytis Beta Code: sidhroplu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A one who washes iron, dub. cj. in Hsch. s.v. σάλαγξ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροπλύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ πλύνων σίδηρον, Ἡσύχ. ἐν λ. σάλαγξ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πιθ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που πλένει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + πλύτης, άλλος τ. του πλύντης (< πλύνω), πρβλ. ἱματιο-πλύτης].