μικρόμυρτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_18)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑκρόμυρτος''': -ον, ὁ φέρων μικροὺς κόκκους ἢ μύρτα, ἐπὶ τῆς μύρτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 5.
|lstext='''μῑκρόμυρτος''': -ον, ὁ φέρων μικροὺς κόκκους ἢ μύρτα, ἐπὶ τῆς μύρτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 5.
}}
{{grml
|mltxt=[[μικρόμυρτος]], -ον (Α)<br />(για τη [[μυρτιά]]) αυτή που έχει μικρούς κόκκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μύρτος]] «[[μυρτιά]]»].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρόμυρτος Medium diacritics: μικρόμυρτος Low diacritics: μικρόμυρτος Capitals: ΜΙΚΡΟΜΥΡΤΟΣ
Transliteration A: mikrómyrtos Transliteration B: mikromyrtos Transliteration C: mikromyrtos Beta Code: mikro/murtos

English (LSJ)

ον,

   A with small berries, of myrtle, Thphr.CP6.18.5.

German (Pape)

[Seite 184] mit kleinen Myrtenbeeren, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόμυρτος: -ον, ὁ φέρων μικροὺς κόκκους ἢ μύρτα, ἐπὶ τῆς μύρτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 5.

Greek Monolingual

μικρόμυρτος, -ον (Α)
(για τη μυρτιά) αυτή που έχει μικρούς κόκκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -μύρτος «μυρτιά»].