μονόστεος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόστεος''': -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἑνὸς ὀστοῦ, [[κρανίον]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 2· αὐχὴν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 6. | |lstext='''μονόστεος''': -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἑνὸς ὀστοῦ, [[κρανίον]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 2· αὐχὴν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόστεος]], -ον και μονόοτους, -ουν)<br />αυτός που αποτελείται από ένα μόνο [[οστό]], μονοκόκαλος («οἱ δὲ λύκοι καὶ λέοντες μονόστουν τὸν αυχένα ἔχουσιν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οστεος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀστοῦν]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>όστεος</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A consisting of one bone, κρανίον Arist.HA516a16; αὐχήν Id.PA686a21.
German (Pape)
[Seite 205] aus einem Knochen bestehend, Arist. H, A. 3, 7 part. an. 4, 10 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μονόστεος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἑνὸς ὀστοῦ, κρανίον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 2· αὐχὴν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 6.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονόστεος, -ον και μονόοτους, -ουν)
αυτός που αποτελείται από ένα μόνο οστό, μονοκόκαλος («οἱ δὲ λύκοι καὶ λέοντες μονόστουν τὸν αυχένα ἔχουσιν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -οστεος (< ὀστοῦν), πρβλ. πολυ-όστεος.