κυβικός: Difference between revisions
(6_10) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυβικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κύβον, Πλάτ. Τίμ. 55C, D. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον κύβου, Πλούτ. 2. 404F. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, ὁ ἀνυψωθεὶς εἰς κύβον, Ἀριστ. Προβλ. 15. 3. | |lstext='''κυβικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κύβον, Πλάτ. Τίμ. 55C, D. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον κύβου, Πλούτ. 2. 404F. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, ὁ ἀνυψωθεὶς εἰς κύβον, Ἀριστ. Προβλ. 15. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κυβικός]], -ή, -όν) [[κύβος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύβο (α. «κυβικό [[σχήμα]]<br />β. «κυβικά σώματα», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για αριθμό) αυτός που έχει ανυψωθεί στον κύβο, στην [[τρίτη]] [[δύναμη]] («κυβικὸς [[ἀριθμός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «κυβικό [[μέτρο]]» — [[μονάδα]] μέτρησης όγκου η οποία ισούται με κύβο που έχει [[πλευρά]] ενός μέτρου<br />β) «κυβική [[μονάδα]]» — η [[τρίτη]] [[δύναμη]] μιας μονάδας<br />γ) «κυβική [[ρίζα]]» — η [[τρίτη]] [[ρίζα]] ενός αριθμού ή μιας ποσότητας<br />δ) «κυβικό [[σύστημα]]» — ένα από τα [[επτά]] κρυσταλλικά συστήματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυβικώς</i> (Α)<br />σαν [[ζάρι]], σαν [[κύβος]] («κινήσαι [[σφαιρικώς]] κύλινδρον, ή κυβικώς, ή λύραν αυλητικώς», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A cubic, σχῆμα, εἶδος, Pl.Ti.55c, 55d; σώματα Gal.9.523; πλοῖον κυβικὴ σανίς Secund.Sent.17. Adv.-κῶς cubically, Plu.2.404f: metaph., ἑστῶσα παγίως καὶ κ. Dam.Pr.266. 2 of numbers, raised to the cube. Arist.Pr.910b36.
German (Pape)
[Seite 1523] kubi sch; σχῆμα, εἶδος, Plat. Tim. 55 c u. Sp.; – ἀριθμός, Kubikzahl, Arist. probl. 15, 3 u. Sp. – Auch adv., κυβικῶς κινῆσαι, Plut. de Pyth. or. 22.
Greek (Liddell-Scott)
κυβικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κύβον, Πλάτ. Τίμ. 55C, D. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον κύβου, Πλούτ. 2. 404F. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, ὁ ἀνυψωθεὶς εἰς κύβον, Ἀριστ. Προβλ. 15. 3.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κυβικός, -ή, -όν) κύβος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύβο (α. «κυβικό σχήμα
β. «κυβικά σώματα», Γαλ.)
2. (για αριθμό) αυτός που έχει ανυψωθεί στον κύβο, στην τρίτη δύναμη («κυβικὸς ἀριθμός», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «κυβικό μέτρο» — μονάδα μέτρησης όγκου η οποία ισούται με κύβο που έχει πλευρά ενός μέτρου
β) «κυβική μονάδα» — η τρίτη δύναμη μιας μονάδας
γ) «κυβική ρίζα» — η τρίτη ρίζα ενός αριθμού ή μιας ποσότητας
δ) «κυβικό σύστημα» — ένα από τα επτά κρυσταλλικά συστήματα.
επίρρ...
κυβικώς (Α)
σαν ζάρι, σαν κύβος («κινήσαι σφαιρικώς κύλινδρον, ή κυβικώς, ή λύραν αυλητικώς», Πλούτ.).