παλίμπισσα: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
(6_9)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίμπισσα''': ἡ, [[πίσσα]] ἐκ νέου βρασθεῖσα, στεγνή, ξηρά, Διόδ. 1. 97, «παλίμπιττα· ἐφθὴ [[πίττα]]» Ἡσύχ.
|lstext='''πᾰλίμπισσα''': ἡ, [[πίσσα]] ἐκ νέου βρασθεῖσα, στεγνή, ξηρά, Διόδ. 1. 97, «παλίμπιττα· ἐφθὴ [[πίττα]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλίμπισσα]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, παλίμπιττα, ἡ (Α)<br />[[πίσσα]] που ψήθηκε εκ νέου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[πίσσα]] / [[πίττα]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμπισσα Medium diacritics: παλίμπισσα Low diacritics: παλίμπισσα Capitals: ΠΑΛΙΜΠΙΣΣΑ
Transliteration A: palímpissa Transliteration B: palimpissa Transliteration C: palimpissa Beta Code: pali/mpissa

English (LSJ)

ἡ,

   A pitch reboiled, dry pitch, Dsc.1.72; cf. παλίνπιττα.

German (Pape)

[Seite 448] ἡ, zweimal gesottenes, trockenes Pech, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμπισσα: ἡ, πίσσα ἐκ νέου βρασθεῖσα, στεγνή, ξηρά, Διόδ. 1. 97, «παλίμπιττα· ἐφθὴ πίττα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

παλίμπισσα και, κατά τον Ησύχ., παλίμπιττα, ἡ (Α)
πίσσα που ψήθηκε εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πίσσα / πίττα.