ποππυλιάζω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(6_6)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποππῠλῐάζω''': Δωρ. -άσδω, = τῷ προηγ. Ι, Θεόκρ. 5. 89.
|lstext='''ποππῠλῐάζω''': Δωρ. -άσδω, = τῷ προηγ. Ι, Θεόκρ. 5. 89.
}}
{{grml
|mltxt=και, [[κατά]] δ. γρφ., [[παππυλιάζω]], δωρ. τ. ποππυλιάσδω Α<br />[[συρίζω]] για να καλέσω ζώο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> 'Αλλος τ. του [[ποππύζω]] με [[επέκταση]] -<i>λ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[βομβυλιάζω]]: [[βόμβος]])].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποππῠλῐάζω Medium diacritics: ποππυλιάζω Low diacritics: ποππυλιάζω Capitals: ΠΟΠΠΥΛΙΑΖΩ
Transliteration A: poppyliázō Transliteration B: poppyliazō Transliteration C: poppyliazo Beta Code: poppulia/zw

English (LSJ)

Dor. -άσδω, = foreg. 1, ib.89.

German (Pape)

[Seite 682] dor. ποππυλιάσδω, = ποππύζω, Theocr. 5, 89, ποππυλιάσδει ἁδύ τι.

Greek (Liddell-Scott)

ποππῠλῐάζω: Δωρ. -άσδω, = τῷ προηγ. Ι, Θεόκρ. 5. 89.

Greek Monolingual

και, κατά δ. γρφ., παππυλιάζω, δωρ. τ. ποππυλιάσδω Α
συρίζω για να καλέσω ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του ποππύζω με επέκταση -λ- (πρβλ. βομβυλιάζω: βόμβος)].