ματαιοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
(6_9) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰταιοσύνη''': ἡ, = [[ματαιότης]], Πολέμωνος Φυσιογν. 1. 6, Ἀδαμάντ. 1. 5. | |lstext='''μᾰταιοσύνη''': ἡ, = [[ματαιότης]], Πολέμωνος Φυσιογν. 1. 6, Ἀδαμάντ. 1. 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ματαιοσύνη]], ἡ (Α) [[μάταιος]]<br />η [[ματαιότητα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = ματαιότης, Polem.Phgn.13, al.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰταιοσύνη: ἡ, = ματαιότης, Πολέμωνος Φυσιογν. 1. 6, Ἀδαμάντ. 1. 5.
Greek Monolingual
ματαιοσύνη, ἡ (Α) μάταιος
η ματαιότητα.