ἀνδρωνύμιον: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(6_3) |
(big3_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδρωνύμιον''': [ῠ], τό, ([[ἀνήρ]], [[ὄνομα]]) ἀνδρὸς [[ὄνομα]], [[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἐν Θεογνώστ. Καν. 9 καὶ ἐν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1231: - ἀνδρωνῠμικόν (δηλ. [[ὄνομα]]), τό, [[ὄνομα]] μεταβιβασθὲν ἀπὸ ζῴου εἰς ἄνθρωπον· π.χ. Σκύμνος, Πῶλος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Σ. 319. | |lstext='''ἀνδρωνύμιον''': [ῠ], τό, ([[ἀνήρ]], [[ὄνομα]]) ἀνδρὸς [[ὄνομα]], [[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἐν Θεογνώστ. Καν. 9 καὶ ἐν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1231: - ἀνδρωνῠμικόν (δηλ. [[ὄνομα]]), τό, [[ὄνομα]] μεταβιβασθὲν ἀπὸ ζῴου εἰς ἄνθρωπον· π.χ. Σκύμνος, Πῶλος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Σ. 319. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό [[nombre de persona]] Theognost.<i>Can</i>.27. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 21 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A proper name, Theognost.Can.9, Sch.Ar.V.1239.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρωνύμιον: [ῠ], τό, (ἀνήρ, ὄνομα) ἀνδρὸς ὄνομα, οὕτως ἀναγνωστέον ἐν Θεογνώστ. Καν. 9 καὶ ἐν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1231: - ἀνδρωνῠμικόν (δηλ. ὄνομα), τό, ὄνομα μεταβιβασθὲν ἀπὸ ζῴου εἰς ἄνθρωπον· π.χ. Σκύμνος, Πῶλος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Σ. 319.
Spanish (DGE)
-ου, τό nombre de persona Theognost.Can.27.