μίγα: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μίγα''': [ῐ], Ἐπίρρ. [[μεμιγμένως]], [[μίγα]] κωκυτῷ γυναικῶν [[κρύβδα]] πέμπον, [[μεμιγμένως]] [[μετὰ]] κωκυτοῦ γυναικῶν, ὡς ἐκφορὰν τελοῦντες κρυφίως τὴν νύκτα μὲ ἔπεμπον, Πινδ. Π. 4. 202· [[μίγα]] τῷδε σὺν ἀνδρί, [[ὁμοῦ]] [[μετὰ]] τούτου τοῦ ἀνδρός..., Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3962. | |lstext='''μίγα''': [ῐ], Ἐπίρρ. [[μεμιγμένως]], [[μίγα]] κωκυτῷ γυναικῶν [[κρύβδα]] πέμπον, [[μεμιγμένως]] [[μετὰ]] κωκυτοῦ γυναικῶν, ὡς ἐκφορὰν τελοῦντες κρυφίως τὴν νύκτα μὲ ἔπεμπον, Πινδ. Π. 4. 202· [[μίγα]] τῷδε σὺν ἀνδρί, [[ὁμοῦ]] [[μετὰ]] τούτου τοῦ ἀνδρός..., Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3962. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />confusément, pêle-mêle ; au milieu de, τινι.<br />'''Étymologie:''' v. [[μίγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], Adv.
A mixed, blent with, κωκυτῷ Pi.P.4.113; μ. θηλυτέρῃσιν A.R.4.1345; μ. τῷδε σὺν ἀνδρί together with... Epigr.Gr.386 (Apamea Cibotus).
German (Pape)
[Seite 182] gemischt, vermischt; μίγα κωκυτῷ γυναικῶν, Pind. P. 4, 113; Ap. Rh. 4, 1345.
Greek (Liddell-Scott)
μίγα: [ῐ], Ἐπίρρ. μεμιγμένως, μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπον, μεμιγμένως μετὰ κωκυτοῦ γυναικῶν, ὡς ἐκφορὰν τελοῦντες κρυφίως τὴν νύκτα μὲ ἔπεμπον, Πινδ. Π. 4. 202· μίγα τῷδε σὺν ἀνδρί, ὁμοῦ μετὰ τούτου τοῦ ἀνδρός..., Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3962.
French (Bailly abrégé)
adv.
confusément, pêle-mêle ; au milieu de, τινι.
Étymologie: v. μίγνυμι.