μεμιγμένως
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
Adv., (μείγνυμι) mixedly, opp. ἁπλῶς, Arist.Sens.442a2; opp. χωρὶς ἕκαστον, Id.HA616a16.
German (Pape)
[Seite 129] gemischt, Arist. u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
μεμιγμένως: смешанно, вперемешку Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μεμιγμένως: Ἐπίρρ., (μίγνυμι) φύρδην, μίγδην, ἄνω κάτω, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 4. 14., π. Ζ. Ἱστ. 9. 14, 1.
Greek Monolingual
μεμιγμένως (Α)
επίρρ. ανακατωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμιγμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. μίγνυμι.