εὐαρεστία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(6_9)
(14)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐαρεστία''': ἡ, = [[εὐαρέστησις]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 6, 8, ὡς διάφ. γραφ. Κλημέντια 257Β, κλ.
|lstext='''εὐαρεστία''': ἡ, = [[εὐαρέστησις]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 6, 8, ὡς διάφ. γραφ. Κλημέντια 257Β, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐαρεστία]], ἡ (Α) [[ευάρεστος]]<br /><b>1.</b> η [[ευαρέστηση]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ εὐαρεστίαι</i><br />η [[αρέσκεια]], η ατομική [[προτίμηση]], τα ατομικά γούστα.
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾰρεστία Medium diacritics: εὐαρεστία Low diacritics: ευαρεστία Capitals: ΕΥΑΡΕΣΤΙΑ
Transliteration A: euarestía Transliteration B: euarestia Transliteration C: evarestia Beta Code: eu)aresti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = εὐαρέστησις, Hierocl.in CA11p.442M.: in pl., individual tastes, predilections, Phld.Rh.1.152S.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαρεστία: ἡ, = εὐαρέστησις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 6, 8, ὡς διάφ. γραφ. Κλημέντια 257Β, κλ.

Greek Monolingual

εὐαρεστία, ἡ (Α) ευάρεστος
1. η ευαρέστηση
2. στον πληθ. αἱ εὐαρεστίαι
η αρέσκεια, η ατομική προτίμηση, τα ατομικά γούστα.