μεγαλόσαρκος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλόσαρκος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλας σάρκας, [[πολύσαρκος]], Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Ιϛʹ, 26). | |lstext='''μεγᾰλόσαρκος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλας σάρκας, [[πολύσαρκος]], Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Ιϛʹ, 26). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεγαλόσαρκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλες σάρκες<br /><b>2.</b> [[σαρκικός]], [[αισθησιακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λιπό</i>-<i>σαρκος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A great of flesh, LXX Ez.16.26.
German (Pape)
[Seite 107] sehr fleischig, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας σάρκας, πολύσαρκος, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Ιϛʹ, 26).
Greek Monolingual
μεγαλόσαρκος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μεγάλες σάρκες
2. σαρκικός, αισθησιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σάρξ, σαρκός (πρβλ. λιπό-σαρκος)].