ἐπισύνθεσις: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
(6_8)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισύνθεσις''': -εως, ἡ, περαιτέρω [[σύνθεσις]] ἢ [[σύνδεσις]], [[συναρμογή]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 22· ἡ πρὸς ἄλληλα ἐπ. Λογγῖν. 40. 1
|lstext='''ἐπισύνθεσις''': -εως, ἡ, περαιτέρω [[σύνθεσις]] ἢ [[σύνδεσις]], [[συναρμογή]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 22· ἡ πρὸς ἄλληλα ἐπ. Λογγῖν. 40. 1
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπισύνθεσις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[σύνδεση]], [[συναρμογή]]<br /><b>2.</b> [[σύνθεση]] στίχου από δύο κώλα διαφορετικού ρυθμού.
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισύνθεσις Medium diacritics: ἐπισύνθεσις Low diacritics: επισύνθεσις Capitals: ΕΠΙΣΥΝΘΕΣΙΣ
Transliteration A: episýnthesis Transliteration B: episynthesis Transliteration C: episynthesis Beta Code: e)pisu/nqesis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A addition, Vett.Val.280.13, Herm.in Phdr.p.107 A. ; combination,S.E.M.1.22 ; τῶν μελῶν Longin.40.1 ; complexity, Marcellin.Puls.464.

German (Pape)

[Seite 987] ἡ, das Zusammensetzen u. Hinzufügen, ἡ πρὸς ἄλληλα Longin. subl. 10, a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισύνθεσις: -εως, ἡ, περαιτέρω σύνθεσιςσύνδεσις, συναρμογή, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 22· ἡ πρὸς ἄλληλα ἐπ. Λογγῖν. 40. 1

Greek Monolingual

ἐπισύνθεσις, ἡ (Α)
1. σύνδεση, συναρμογή
2. σύνθεση στίχου από δύο κώλα διαφορετικού ρυθμού.