φιλέμπορος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλέμπορος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ [[ἐμπόριον]] καὶ τὰ ταξίδια, [[πίσυνος]] πλεύσειε [[φιλέμπορος]] εἰν’ ἁλὶ [[ναύτης]] Νόνν. Δ. 9. 88, Ἀμφιλόχ. 124Α· [[ὄνομα]] κωμῳδίας τινὸς τοῦ Ναιβίου, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 174D. | |lstext='''φῐλέμπορος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ [[ἐμπόριον]] καὶ τὰ ταξίδια, [[πίσυνος]] πλεύσειε [[φιλέμπορος]] εἰν’ ἁλὶ [[ναύτης]] Νόνν. Δ. 9. 88, Ἀμφιλόχ. 124Α· [[ὄνομα]] κωμῳδίας τινὸς τοῦ Ναιβίου, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 174D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που αγαπά το [[εμπόριο]] και τα ταξίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἔμπορος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A fond of traffic and travel, Hld.6.7, Nonn. D.9.88; name of a comedy ascribed to Naevius, Fulg.Serm.Ant. 21.
German (Pape)
[Seite 1276] Handel und Reisen liebend, ναύτης Nonn. D. 9, 88.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλέμπορος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ ἐμπόριον καὶ τὰ ταξίδια, πίσυνος πλεύσειε φιλέμπορος εἰν’ ἁλὶ ναύτης Νόνν. Δ. 9. 88, Ἀμφιλόχ. 124Α· ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Ναιβίου, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 174D.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά το εμπόριο και τα ταξίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἔμπορος.