φιλέμπορος

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλέμπορος Medium diacritics: φιλέμπορος Low diacritics: φιλέμπορος Capitals: ΦΙΛΕΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: philémporos Transliteration B: philemporos Transliteration C: filemporos Beta Code: file/mporos

English (LSJ)

φιλέμπορον, fond of traffic and travel, Hld.6.7, Nonn. D.9.88; name of a comedy ascribed to Naevius, Fulg.Serm.Ant. 21.

German (Pape)

[Seite 1276] Handel und Reisen liebend, ναύτης Nonn. D. 9, 88.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλέμπορος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ ἐμπόριον καὶ τὰ ταξίδια, πίσυνος πλεύσειε φιλέμπορος εἰν’ ἁλὶ ναύτης Νόνν. Δ. 9. 88, Ἀμφιλόχ. 124Α· ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Ναιβίου, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 174D.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά το εμπόριο και τα ταξίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἔμπορος.