τρεπτέον: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρεπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[τρέπω]], ποίαν ὁδὸν νῷν [[τρεπτέον]]; ποίαν ὁδὸν νὰ τραπῶμεν; Ἀριστοφ. Ἱππ. 72· ἐπὶ τοῦτο δὴ [[τρεπτέον]] Πλάτ. Πολ. 365C. | |lstext='''τρεπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[τρέπω]], ποίαν ὁδὸν νῷν [[τρεπτέον]]; ποίαν ὁδὸν νὰ τραπῶμεν; Ἀριστοφ. Ἱππ. 72· ἐπὶ τοῦτο δὴ [[τρεπτέον]] Πλάτ. Πολ. 365C. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρεπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[τρέπω]], αυτό που [[κάποιος]] πρέπει να τρέψει, να γυρίσει, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
(τρέπω)
A one must turn, ποίαν ὁδὸν νὼ τ. Ar.Eq.72; ἐπί τι Pl.R.365c.
Greek (Liddell-Scott)
τρεπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τρέπω, ποίαν ὁδὸν νῷν τρεπτέον; ποίαν ὁδὸν νὰ τραπῶμεν; Ἀριστοφ. Ἱππ. 72· ἐπὶ τοῦτο δὴ τρεπτέον Πλάτ. Πολ. 365C.
Greek Monotonic
τρεπτέον: ρημ. επίθ. του τρέπω, αυτό που κάποιος πρέπει να τρέψει, να γυρίσει, σε Αριστοφ.