ἐκπηνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπηνίζομαι''': μέλλ. -ιοῦμαι, [[κλώθω]], [[ἐξάγω]] πῆνον, κλωστήν, οἱ ἀράχναι φερόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πολὺ ἐκπ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 61· μεταφ., ἐπὶ συνηγόρου, [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], θὰ ἐξελκύσῃ (θὰ ἀφαιρέσῃ διὰ τεχνασμάτων) [[ταῦτα]] παρ᾿ [[αὐτοῦ]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 578.
|lstext='''ἐκπηνίζομαι''': μέλλ. -ιοῦμαι, [[κλώθω]], [[ἐξάγω]] πῆνον, κλωστήν, οἱ ἀράχναι φερόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πολὺ ἐκπ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 61· μεταφ., ἐπὶ συνηγόρου, [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], θὰ ἐξελκύσῃ (θὰ ἀφαιρέσῃ διὰ τεχνασμάτων) [[ταῦτα]] παρ᾿ [[αὐτοῦ]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 578.
}}
{{bailly
|btext=dévider, défiler.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πηνίζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπηνίζομαι Medium diacritics: ἐκπηνίζομαι Low diacritics: εκπηνίζομαι Capitals: ΕΚΠΗΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ekpēnízomai Transliteration B: ekpēnizomai Transliteration C: ekpinizomai Beta Code: e)kphni/zomai

English (LSJ)

fut. -ιοῦμαι,

   A spin a long thread, [οἱ ἀράχναι] φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐ. Arist.Pr.947b2 : metaph., of an advocate, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα will wind these things out of him, Ar.Ra. 578.

German (Pape)

[Seite 772] dep. med., herausraspeln, Ar. Ran. 578 αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, durch Advocatenkniffe das Vermögen abzwacken.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπηνίζομαι: μέλλ. -ιοῦμαι, κλώθω, ἐξάγω πῆνον, κλωστήν, οἱ ἀράχναι φερόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πολὺ ἐκπ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 61· μεταφ., ἐπὶ συνηγόρου, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, θὰ ἐξελκύσῃ (θὰ ἀφαιρέσῃ διὰ τεχνασμάτων) ταῦτα παρ᾿ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 578.

French (Bailly abrégé)

dévider, défiler.
Étymologie: ἐκ, πηνίζομαι.