ἀσπάλαξ: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσπάλαξ''': [-πᾰ-], ακος, ὁ ἀλλαχοῦ [[σπάλαξ]] (ὃ ἴδε) ὁ τυφλοπόντικος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 2, κ. ἀλλ.· ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Ὀππ. Κ. 2. 612· παροιμ. τυφλότερος ἀσπάλακος Διογενειαν. 8. 25. | |lstext='''ἀσπάλαξ''': [-πᾰ-], ακος, ὁ ἀλλαχοῦ [[σπάλαξ]] (ὃ ἴδε) ὁ τυφλοπόντικος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 2, κ. ἀλλ.· ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Ὀππ. Κ. 2. 612· παροιμ. τυφλότερος ἀσπάλακος Διογενειαν. 8. 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ακος (ὁ) :<br />taupe, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., [[σπάλαξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
[πᾰ], ακος, ὁ, elsewh. σπάλαξ (q. v.),
A blind-rat, Spalax typhlus, Arist.HA533a3, Antig.Mir.10, Stoic.2.51, Ael.NA17.10; ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Opp.C.2.612: prov., τυφλότερος ἀσπάλακος Diogenian.8.25.
German (Pape)
[Seite 373] ακος, ὁ, = σπάλαξ, Maulwurf, Plut. Symp. 7, 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπάλαξ: [-πᾰ-], ακος, ὁ ἀλλαχοῦ σπάλαξ (ὃ ἴδε) ὁ τυφλοπόντικος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 2, κ. ἀλλ.· ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Ὀππ. Κ. 2. 612· παροιμ. τυφλότερος ἀσπάλακος Διογενειαν. 8. 25.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
taupe, animal.
Étymologie: ἀ- prosth., σπάλαξ.