ἀδυνατέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδῠνᾰτέω''': ἐπὶ προσώπων: εἶμαι [[ἀδύνατος]], δὲν ἔχω δύναμιν, Ἐπιχ. 147, Ahr., Πλάτ. Πολ. 366D, Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 1. 8: - μετ’ ἀπαρεμ.: εἶμαι [[ἀνίκανος]] νά..., Ξεν. Ἀπομ. 1. 2. 23, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 10, Πολ. 3. 16, 10. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων: εἶναί τι ἀδύνατον, Εὐαγγ. Ματθ. ιζ΄, 20. Εὐαγγ. Λουκ. α΄, 37· πρβλ. Ἑβδ. (Γέν. ιη΄, 14).
|lstext='''ἀδῠνᾰτέω''': ἐπὶ προσώπων: εἶμαι [[ἀδύνατος]], δὲν ἔχω δύναμιν, Ἐπιχ. 147, Ahr., Πλάτ. Πολ. 366D, Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 1. 8: - μετ’ ἀπαρεμ.: εἶμαι [[ἀνίκανος]] νά..., Ξεν. Ἀπομ. 1. 2. 23, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 10, Πολ. 3. 16, 10. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων: εἶναί τι ἀδύνατον, Εὐαγγ. Ματθ. ιζ΄, 20. Εὐαγγ. Λουκ. α΄, 37· πρβλ. Ἑβδ. (Γέν. ιη΄, 14).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être impuissant, être incapable de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδύνατος]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδῠνᾰτέω Medium diacritics: ἀδυνατέω Low diacritics: αδυνατέω Capitals: ΑΔΥΝΑΤΕΩ
Transliteration A: adynatéō Transliteration B: adynateō Transliteration C: adynateo Beta Code: a)dunate/w

English (LSJ)

of persons,

   A to be ἀδύνατος, lack strength, Epich.266, Arist.Somn.Vig.454a27: c. inf., to be unable to do, Hp.de Arte7, Pl.R. 366d, X.Mem.1.2.23, Arist.EN1165b22, Pol.1287b17, etc.    II of things, to be impossible, LXX Jb.10.13, Phld.Ir.p.98 W., Ev.Matt.17.20, Ev.Luc.1.37, Ps.-Callisth.3.26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδῠνᾰτέω: ἐπὶ προσώπων: εἶμαι ἀδύνατος, δὲν ἔχω δύναμιν, Ἐπιχ. 147, Ahr., Πλάτ. Πολ. 366D, Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 1. 8: - μετ’ ἀπαρεμ.: εἶμαι ἀνίκανος νά..., Ξεν. Ἀπομ. 1. 2. 23, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 10, Πολ. 3. 16, 10. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων: εἶναί τι ἀδύνατον, Εὐαγγ. Ματθ. ιζ΄, 20. Εὐαγγ. Λουκ. α΄, 37· πρβλ. Ἑβδ. (Γέν. ιη΄, 14).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être impuissant, être incapable de.
Étymologie: ἀδύνατος.