συνεστέον: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
(6_20)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεστέον''': ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ [[σύνειμι]] (εἰμί), δεῖ συνεῖναι, ὡς ἤδη ἐγνωκὼς ὅτι [[πάντως]] [[συνεστέον]] Πρωταγόρᾳ Πλάτ. Πρωτ. 313Β.
|lstext='''συνεστέον''': ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ [[σύνειμι]] (εἰμί), δεῖ συνεῖναι, ὡς ἤδη ἐγνωκὼς ὅτι [[πάντως]] [[συνεστέον]] Πρωταγόρᾳ Πλάτ. Πρωτ. 313Β.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεστέον:''' ρημ. επίθ. του [[σύνειμι]] ([[εἰμί]], Λατ. [[sum]]), πρέπει [[κάποιος]] να συντροφεύσει κάποιον [[άλλο]], <i>τινί</i>, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεστέον Medium diacritics: συνεστέον Low diacritics: συνεστέον Capitals: ΣΥΝΕΣΤΕΟΝ
Transliteration A: synestéon Transliteration B: synesteon Transliteration C: synesteon Beta Code: suneste/on

English (LSJ)

(σύνειμι)

   A one must associate with, Πρωταγόρᾳ Pl.Prt. 313b.

Greek (Liddell-Scott)

συνεστέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ σύνειμι (εἰμί), δεῖ συνεῖναι, ὡς ἤδη ἐγνωκὼς ὅτι πάντως συνεστέον Πρωταγόρᾳ Πλάτ. Πρωτ. 313Β.

Greek Monotonic

συνεστέον: ρημ. επίθ. του σύνειμι (εἰμί, Λατ. sum), πρέπει κάποιος να συντροφεύσει κάποιον άλλο, τινί, σε Πλάτ.