εὔβρωτος: Difference between revisions
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(6_18) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔβρωτος''': -ον, ὁ καλὸς πρὸς βρῶσιν ἐπὶ εἴδους ἄρτου, [[εὔβρωτος]] πρὸς ξηροφαγίαν Ἀθήν. 113Β· τινὶ Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 582 Β. | |lstext='''εὔβρωτος''': -ον, ὁ καλὸς πρὸς βρῶσιν ἐπὶ εἴδους ἄρτου, [[εὔβρωτος]] πρὸς ξηροφαγίαν Ἀθήν. 113Β· τινὶ Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 582 Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔβρωτος]], -ον (Α)<br />ο [[καλός]] για [[φάγωμα]] («[[εὔβρωτος]] πρὸς ξηροφαγίαν», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A good to eat, Str.17.1.51; πρὸς ξηροφαγίαν Ath.3.113b.
German (Pape)
[Seite 1058] gut zu essen, ἄρτος, Ath. III, 113 b.
Greek (Liddell-Scott)
εὔβρωτος: -ον, ὁ καλὸς πρὸς βρῶσιν ἐπὶ εἴδους ἄρτου, εὔβρωτος πρὸς ξηροφαγίαν Ἀθήν. 113Β· τινὶ Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 582 Β.
Greek Monolingual
εὔβρωτος, -ον (Α)
ο καλός για φάγωμα («εὔβρωτος πρὸς ξηροφαγίαν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βρωτός (< βιβρώσκω)].