νέκρωσις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable

Source
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νέκρωσις''': ἡ, [[ἀπονέκρωσις]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 10. Ἐπιστ. π. Ρωμ. δ΄, 19· ν. πραγμάτων Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ.· πρβλ. [[ἀπονέκρωσις]]. ΙΙ. [[θάνατος]] ἢ νεκρικὴ [[κατάστασις]], Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. δ΄, 10.
|lstext='''νέκρωσις''': ἡ, [[ἀπονέκρωσις]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 10. Ἐπιστ. π. Ρωμ. δ΄, 19· ν. πραγμάτων Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ.· πρβλ. [[ἀπονέκρωσις]]. ΙΙ. [[θάνατος]] ἢ νεκρικὴ [[κατάστασις]], Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. δ΄, 10.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> mortification;<br /><b>2</b> mort.<br />'''Étymologie:''' [[νεκρόω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέκρωσις Medium diacritics: νέκρωσις Low diacritics: νέκρωσις Capitals: ΝΕΚΡΩΣΙΣ
Transliteration A: nékrōsis Transliteration B: nekrōsis Transliteration C: nekrosis Beta Code: ne/krwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A mortification, Aret.SA2.10, Gal.18(1).156; μήτρας Ep.Rom.4.19: metaph., νεκροὺς ὁρῶν νέκρωσιν ἕξεις πραγμάτων Astramps.Onir.p.6R.    II death, τὴν ν. τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες 2 Ep.Cor.4.10.

German (Pape)

[Seite 238] ἡ, das Tödten, Sp., N. T.; auch das Absterben einzelner Glieder.

Greek (Liddell-Scott)

νέκρωσις: ἡ, ἀπονέκρωσις, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 10. Ἐπιστ. π. Ρωμ. δ΄, 19· ν. πραγμάτων Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ.· πρβλ. ἀπονέκρωσις. ΙΙ. θάνατος ἢ νεκρικὴ κατάστασις, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. δ΄, 10.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 mortification;
2 mort.
Étymologie: νεκρόω.