αἱματοσταγής: Difference between revisions
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἱματοσταγής''': -ές, ([[στάζω]]) = ὁ στάζων [[αἷμα]], ἀνχίζων [[αἷμα]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 816. Θ. 836. Εὐρ. Ἱκ. 812. Ἀριστοφ. Βάτρ. 471: ― Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 365 ἡ [[λέξις]] εἶνε παρὰ τὸ [[μέτρον]]: περὶ δὲ τοῦ ἐν Χο. 842, πρβλ. [[δειματοσταγής]]. | |lstext='''αἱματοσταγής''': -ές, ([[στάζω]]) = ὁ στάζων [[αἷμα]], ἀνχίζων [[αἷμα]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 816. Θ. 836. Εὐρ. Ἱκ. 812. Ἀριστοφ. Βάτρ. 471: ― Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 365 ἡ [[λέξις]] εἶνε παρὰ τὸ [[μέτρον]]: περὶ δὲ τοῦ ἐν Χο. 842, πρβλ. [[δειματοσταγής]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />dégouttant de sang.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]], [[στάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (στάζω)
A blood-dripping, reeking with blood, φόνος A.Ag.1309, cf. Pers.816, E. Supp.812 (lyr.), Ar.Ra.471.
Greek (Liddell-Scott)
αἱματοσταγής: -ές, (στάζω) = ὁ στάζων αἷμα, ἀνχίζων αἷμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 816. Θ. 836. Εὐρ. Ἱκ. 812. Ἀριστοφ. Βάτρ. 471: ― Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 365 ἡ λέξις εἶνε παρὰ τὸ μέτρον: περὶ δὲ τοῦ ἐν Χο. 842, πρβλ. δειματοσταγής.