γαλακτοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''γᾰλακτοφάγος''': -ον, ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 36, Στράβ. 311· ἴδε γλακτ-.
|lstext='''γᾰλακτοφάγος''': -ον, ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 36, Στράβ. 311· ἴδε γλακτ-.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se nourrit de laitage.<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]], [[φαγεῖν]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 471] Milch essend, Sext. Emp.; Schol. Il. 13, 6; vgl. γλακτοφάγος.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοφάγος: -ον, ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 36, Στράβ. 311· ἴδε γλακτ-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit de laitage.
Étymologie: γάλα, φαγεῖν.