μορμύρω: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μορμύρω''': [ῡ], ἐπὶ ῥέοντος ὕδατος ποταμοῦ, ἀποτελῶ ποιὸν ἦχον, «[[βράζω]]», ποταμὸν ἀφρῷ μορμύροντα ἰδὼν Ἰλ. Ε. 599, πρβλ. Φ. 325· [[ῥόος]] Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορμύρων Σ. 403· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., καὶ Αἰλ. π. Ζ. 14. 26, ἐν τέλ. - Μέσ., = τῷ ἐνεργ., Διον. Π. 82. (Πρβλ. Σανσκρ. marmaras, Λατ. murmur, Ἀρχ. Γερμ. murmulon = murmeln).
|lstext='''μορμύρω''': [ῡ], ἐπὶ ῥέοντος ὕδατος ποταμοῦ, ἀποτελῶ ποιὸν ἦχον, «[[βράζω]]», ποταμὸν ἀφρῷ μορμύροντα ἰδὼν Ἰλ. Ε. 599, πρβλ. Φ. 325· [[ῥόος]] Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορμύρων Σ. 403· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., καὶ Αἰλ. π. Ζ. 14. 26, ἐν τέλ. - Μέσ., = τῷ ἐνεργ., Διον. Π. 82. (Πρβλ. Σανσκρ. marmaras, Λατ. murmur, Ἀρχ. Γερμ. murmulon = murmeln).
}}
{{bailly
|btext=murmurer en bouillonnant, murmurer, gronder.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> murmuro.
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορμύρω Medium diacritics: μορμύρω Low diacritics: μορμύρω Capitals: ΜΟΡΜΥΡΩ
Transliteration A: mormýrō Transliteration B: mormyrō Transliteration C: mormyro Beta Code: mormu/rw

English (LSJ)

[ῡ], of water,

   A roar and boil, [ποταμὸν] ἀφρῷ μορμύροντα ἰδών Il.5.599, cf. 21.325; ῥόος Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορμύρων 18.403, cf. A.R. 1.543, etc.: in late Prose, Ael.NA14.26:—Med., = Act., D.P.82.    2 metaph., θυμῷ μ. Man.5.118. (Onomatopoeic word.)

German (Pape)

[Seite 207] (vgl. μύρω, die Reduplication der Wurzel tritt noch deutlicher in der von Hesych. erwähnten Nebenform μυρμύρω hervor), unter Gemurmel, Geräusch hinfließen, hinrauschen; ποταμὸς ἀφρῷ μορμύρων, mit Schaum rauschend, von einem Strome, Il. 5, 599. 21, 325; vom Okeanos, 18, 403; ῥεῦμα, Ael. N. A. 14, 26; auch im med., D. Per. 82; Hesych. erkl. allgemein ποιὸν ἦχον ἀποτελεῖν; öfter bei sp. D., wie Maneth. 5, 118, in der Anth., Κύπρις μορμύρουσα ἀφρὰ, Leon. Tar. 41 (Plan. 182).

Greek (Liddell-Scott)

μορμύρω: [ῡ], ἐπὶ ῥέοντος ὕδατος ποταμοῦ, ἀποτελῶ ποιὸν ἦχον, «βράζω», ποταμὸν ἀφρῷ μορμύροντα ἰδὼν Ἰλ. Ε. 599, πρβλ. Φ. 325· ῥόος Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορμύρων Σ. 403· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., καὶ Αἰλ. π. Ζ. 14. 26, ἐν τέλ. - Μέσ., = τῷ ἐνεργ., Διον. Π. 82. (Πρβλ. Σανσκρ. marmaras, Λατ. murmur, Ἀρχ. Γερμ. murmulon = murmeln).

French (Bailly abrégé)

murmurer en bouillonnant, murmurer, gronder.
Étymologie: DELG cf. lat. murmuro.