κοινών: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοινών''': -ῶνος, ὁ, Δωρ. [[κοινάν]], ᾶνος, (Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Π. 3. 28), = [[κοινωνός]], [[ὅπερ]] πολλῷ συνηθέστερον, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5. 35., 8. 1, 16, 36, 40, πρβλ. [[ξυνήων]]. | |lstext='''κοινών''': -ῶνος, ὁ, Δωρ. [[κοινάν]], ᾶνος, (Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Π. 3. 28), = [[κοινωνός]], [[ὅπερ]] πολλῷ συνηθέστερον, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5. 35., 8. 1, 16, 36, 40, πρβλ. [[ξυνήων]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶνος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[κοινωνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, Dor., Arc.κοινάν, ᾶνος (q.v.),
A = κοινωνός, which is much more freq., X.Cyr.7.5.35, 8.1.16, 36, 40; of partners in a tax-farming syndicate, PRev.Laws 10.10, al. (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1469] ῶνος, ὁ, nur nom. u. acc. plur. zu κοινωνός, Xen. Cyr. 7, 5, 35. 8, 1, 16. Vgl. oben die dor. Form κοινάν.
Greek (Liddell-Scott)
κοινών: -ῶνος, ὁ, Δωρ. κοινάν, ᾶνος, (Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Π. 3. 28), = κοινωνός, ὅπερ πολλῷ συνηθέστερον, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5. 35., 8. 1, 16, 36, 40, πρβλ. ξυνήων.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
c. κοινωνός.