πόρνη: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πόρνη''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἀρχίλ. 131, Ἀριστοφ. Ἀχ. 527, κ. ἀλλ. (Πιθαν. ἐκ τοῦ περνάω, [[ἐπειδὴ]] αἱ παρ’ Ἕλλησι πόρναι συνήθως ἦσαν ὤνιαι δοῦλαι). | |lstext='''πόρνη''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἀρχίλ. 131, Ἀριστοφ. Ἀχ. 527, κ. ἀλλ. (Πιθαν. ἐκ τοῦ περνάω, [[ἐπειδὴ]] αἱ παρ’ Ἕλλησι πόρναι συνήθως ἦσαν ὤνιαι δοῦλαι). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />femme de mauvaise vie, prostituée.<br />'''Étymologie:''' [[πέρνημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A harlot, prostitute, Archil.142, Ar.Ach.527, etc. (Prob.from πέρνημι, because Greek prostitutes were commonly bought slaves.)
German (Pape)
[Seite 684] ἡ, Hure, feile Dirne, fem. von πόρνος; Archil. 26; Ar. Ach. 1056 Plut. 243 u. öfter; Ath. oft; ἄνθρωπος, Lys. 4, 9; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πόρνη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἀρχίλ. 131, Ἀριστοφ. Ἀχ. 527, κ. ἀλλ. (Πιθαν. ἐκ τοῦ περνάω, ἐπειδὴ αἱ παρ’ Ἕλλησι πόρναι συνήθως ἦσαν ὤνιαι δοῦλαι).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
femme de mauvaise vie, prostituée.
Étymologie: πέρνημι.