ἐκπέραμα: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπέρᾱμα''': τό, τὸ νὰ περάσῃ ἢ νὰ ἔλθη τις, τρίτον τόδ’ [[ἐκπέραμα]] δωμάτων καλῶ, «τρίτον ἤδη ἐκπερᾶσαί τινα ἐκ τῶν δωμάτων καλῶ» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 655. | |lstext='''ἐκπέρᾱμα''': τό, τὸ νὰ περάσῃ ἢ νὰ ἔλθη τις, τρίτον τόδ’ [[ἐκπέραμα]] δωμάτων καλῶ, «τρίτον ἤδη ἐκπερᾶσαί τινα ἐκ τῶν δωμάτων καλῶ» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 655. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />sortie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκπεράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A coming out of, δωμάτων A.Ch.655.
German (Pape)
[Seite 772] τό, der Ausgang, das Herauskommen, δωμάτων Aesch. Ch. 644.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπέρᾱμα: τό, τὸ νὰ περάσῃ ἢ νὰ ἔλθη τις, τρίτον τόδ’ ἐκπέραμα δωμάτων καλῶ, «τρίτον ἤδη ἐκπερᾶσαί τινα ἐκ τῶν δωμάτων καλῶ» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 655.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sortie.
Étymologie: ἐκπεράω.