χαμηλός: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμηλός''': -ή, -όν, ὁ [[χαμαὶ]] ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ὁ [[χαμαὶ]] ἀναπτυσσόμενος, λειχὴν Νικ. Θηρ. 944· [[πίτυς]] χ., πιθαν. [[χαμαίπιτυς]], [[αὐτόθι]] 481· χαμηλότερος Νικ. παρ’ Ἀθην. 369C. 2) ὡς καὶ νῦν, = [[χθαμαλός]], Στράβ. 454 ([[ἔνθα]] κοινῶς χαμαλή)· ἐπὶ τῶν ὁπλῶν ἵππου, Ξεν. Ἰππ. 1. 3. 3) μικρὸς καὶ [[μηδαμινός]], τίς [[μοῖρα]] ζωῆς ὑπολείπεται, ἢ ὅσον [[στιγμή]], καὶ στιγμῆς εἴ τι χαμηλότερον; Ἀνθ. Π. 7. 472· χαμηλὰ πνέων, ὁ ταπεινὰ καὶ οἰκτρὰ πνέων, ὁ διὰ τὴν πενίαν εὐτελὴς ὤν, κτλ. Πινδ. Π. 11. 46.
|lstext='''χᾰμηλός''': -ή, -όν, ὁ [[χαμαὶ]] ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ὁ [[χαμαὶ]] ἀναπτυσσόμενος, λειχὴν Νικ. Θηρ. 944· [[πίτυς]] χ., πιθαν. [[χαμαίπιτυς]], [[αὐτόθι]] 481· χαμηλότερος Νικ. παρ’ Ἀθην. 369C. 2) ὡς καὶ νῦν, = [[χθαμαλός]], Στράβ. 454 ([[ἔνθα]] κοινῶς χαμαλή)· ἐπὶ τῶν ὁπλῶν ἵππου, Ξεν. Ἰππ. 1. 3. 3) μικρὸς καὶ [[μηδαμινός]], τίς [[μοῖρα]] ζωῆς ὑπολείπεται, ἢ ὅσον [[στιγμή]], καὶ στιγμῆς εἴ τι χαμηλότερον; Ἀνθ. Π. 7. 472· χαμηλὰ πνέων, ὁ ταπεινὰ καὶ οἰκτρὰ πνέων, ὁ διὰ τὴν πενίαν εὐτελὴς ὤν, κτλ. Πινδ. Π. 11. 46.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui est à terre, qui ne s’élève pas au-dessus du sol, bas ; <i>fig.</i> bas;<br /><b>2</b> très petit.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμηλός Medium diacritics: χαμηλός Low diacritics: χαμηλός Capitals: ΧΑΜΗΛΟΣ
Transliteration A: chamēlós Transliteration B: chamēlos Transliteration C: chamilos Beta Code: xamhlo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A on the ground, creeping, λειχήν Nic.Th.944; πίτυς χ., = χαμαίπιτυς, ib.841: Comp. -ότερος Id.Fr.70.2.    2 low, = χθαμαλός, Str.10.2.12; of a horse's hoofs, flat, X.Eq.1.3.    3 diminutive, trifling, στιγμῆς εἴ τι -ότερον AP7.472.4 (Leon.); χαμηλὰ πνέων one of a low spirit, Pi.P.11.30.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμηλός: -ή, -όν, ὁ χαμαὶ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ὁ χαμαὶ ἀναπτυσσόμενος, λειχὴν Νικ. Θηρ. 944· πίτυς χ., πιθαν. χαμαίπιτυς, αὐτόθι 481· χαμηλότερος Νικ. παρ’ Ἀθην. 369C. 2) ὡς καὶ νῦν, = χθαμαλός, Στράβ. 454 (ἔνθα κοινῶς χαμαλή)· ἐπὶ τῶν ὁπλῶν ἵππου, Ξεν. Ἰππ. 1. 3. 3) μικρὸς καὶ μηδαμινός, τίς μοῖρα ζωῆς ὑπολείπεται, ἢ ὅσον στιγμή, καὶ στιγμῆς εἴ τι χαμηλότερον; Ἀνθ. Π. 7. 472· χαμηλὰ πνέων, ὁ ταπεινὰ καὶ οἰκτρὰ πνέων, ὁ διὰ τὴν πενίαν εὐτελὴς ὤν, κτλ. Πινδ. Π. 11. 46.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui est à terre, qui ne s’élève pas au-dessus du sol, bas ; fig. bas;
2 très petit.
Étymologie: χαμαί.