χθαμαλός
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
English (LSJ)
χθαμαλή, χθαμαλόν,
A near the ground, on the ground, low, εὐναί Od. 11.194; σκόπελος χθαμαλώτερος 12.101; τεῖχος χθαμαλώτατον Il.13.683, cf. Plu. Arat.18; οἰκοδομεῖν χθαμαλώτερα τὰ πρὸς ἄρκτον X.Mem.3.8.9; χ. Αἴγυπτος Theoc.17.79; λόφοι χθαμαλώτεροι Plb.10.10.7; χθαμαλὰ δένδρα Plu.2.320c; τὰ χθαμαλά ib.103e; τὴν πόλιν ἐν τῷ χθαμαλῷ κεῖσθαι D.Chr.6.2; also of the sea, κῦμα χθαμαλόν Hld.5.1, cf. Ach.Tat.3.2.
II of Ithaca, αὐτὴ δὲ χθαμαλὴ πανυπερτάτη εἰν ἁλὶ κεῖται πρὸς ζόφον dub. sens. in Od.9.25, cf. 10.196, Str.10.2.12.
III metaph. of persons of humble station, χθαμαλοὶ καὶ μικροπρεπεῖς Them.Or.9.126a, 34p.469Dind. (Comp.); also δικαιοσύνη Id.Or.8.118d (Comp.).
2 sitting in a lower place, Hld.10.6.
3 pedestrian, ἀνειμένη καὶ χθαμαλή Δωρίς Proll.Theoc.p.5 Wendel.
German (Pape)
[Seite 1354] (χαμαί, χαμηλός, vgl. χθές), niedrig; εὐναί, an der Erde, Od. 11, 194; bes., wie Nitzsch zu Od. 9, 25 bemerkt, im Gegensatz gegen das in die Höhe Ragende, relativ niedrig; σκόπελον χθαμαλώτερον 12, 101; τεῖχος χθαμαλώτατον Il. 13, 683; so von Häusern, Gegensatz ὑψηλός, im compar. bei Xen. Mem. 3, 8,9; Pol. 10, 10, 7; Aegypten, Theocr. 17, 79; σφέλας Ap. Rh. 3, 1159; ήπειρος 2, 981; übtr. neben περίγειος Isocr. ep. 10. – Von der Insel der Kirke, χθαμαλὴ κεῖται, Od. 10, 196, offenbar von der Warte aus gesehen, auf welcher Odysseus stand, schien die Insel flach dazuliegen; schwierig ist Od. 9, 25, von Ithaka gesagt: αὐτὴ δὲ χθαμαλὴ πανυπερτάτη εἰν ἀλὶ κεῖται πρὸς ζόφον, wozu Strab. 10, 2,12 (p. 454) die Erkl. anführt ὡς τῇ ἀντικρὺ ἠπείρῳ πρόσχωρος, nach dem Festlande hin; ein Schol., der ταπεινή, κοίλη τὴν θέσιν erkl., findet eine Schwierigkeit in der Vrbdg mit πανυπερτάτη, die nicht da ist, da dieses nur von der geographischen Lage nach Norden hin zu verstehen ist; aber Ithaka heißt sonst felsig.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui est à terre, qui touche la terre, bas ; τὰ χθαμαλά PLUT les régions basses;
2 fig. bas, vil;
Cp. χθαμαλώτερος, Sp. χθαμαλώτατος.
Étymologie: χαμαί.
Russian (Dvoretsky)
χθᾰμᾰλός:
1 низкий, невысокий (τεῖχος, εὐναί Hom.): τὰ χθαμαλά Xen., Plut. низкие места, низменность;
2 низменный (τόποι Arst.; Αἴγυπτος Theocr.);
3 низко (ниже других) расположенный (Ἰθάκη Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
χθᾰμᾰλός: -ή, -όν, χαμηλός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς πᾶν ὅ, τι ὑψηλόν, χθ. εὐναὶ Ὀδ. Λ. 194· σκόπελος χθαμαλώτερος Μ. 101· τεῖχος χθαμαλώτατον Ἰλ. Ν. 683· οὕτω, χθαμαλώτερα οἰκοδομεῖν τὰ πρὸς ἄρκτον Ξεν. Ἀπομν. 3. 8. 9· χθ. Αἴγυπτος Θεόκρ. 17. 79· τὰ χθαμαλὰ Πλούτ. 2. 103Ε· ἐν χθ. τόποις Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 17. ΙΙ. ὑπάρχει δυσκολία τις ἐν τῇ χρήσει τοῦ ἐπιθέτου τούτου ἐπὶ τῆς Ἰθάκης, αὐτὴ δὲ χθαμαλή πανυπερτάτη εἰν ἁλὶ κεῖται πρὸς ζόφον Ὀδ. Ι. 25, πρβλ. Κ. 196· - ταύτην τὴν δυσκολίαν πρῶτος ἐπραγματεύθη ὁ Στράβ. 454, καὶ οὐδεμία εἰσέτι πειστικὴ λύσις κατθρθώθη νὰ εὐρεθῇ, ἴδε Merry Ὀδ. παράρτ. 3. σ. 558. ΙΙΙ. μεταφορ., χαμηλός, ἕρπων, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10. 3 Βεκκῆρ. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε ἐν λ. χαμαί.)
English (Autenrieth)
(χαμαί), comp. -ώτερος, sup. -ώτατος: low-lying, low.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χθαμαλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) (συν. για έδαφος) χαμηλός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χθαμαλός
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους μαλακίων
αρχ.
1. μτφ. ποταπός, μηδαμινός, τιποτένιος («χθαμαλοὶ καὶ μικροπρεπεῖς», Θεμίστ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χθαμαλόν
η χθαμαλότητα, η ιδιότητα του χαμηλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. χθαμ-αλός έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας της λ. χθών (για τη μορφή της ρίζας βλ. λ. χθών) με επίθημα -αλός (πρβλ. ἁπαλός, ὁμαλός). Για τον σχηματισμό του τ. χθαμαλός (όπως και του συγγενικού τ. χαμηλός) με επίθημα σε -λ- πρβλ. και τα ομόρριζα λατ. humilis, φρυγ. ζεμελως (βλ. και λ. χθων). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chthamalus].
Greek Monotonic
χθᾰμᾰλός: -ή, -όν (χαμαί, με το θ να παρεμβάλλεται), κοντά στο έδαφος, πάνω στο έδαφος, επίπεδος, σε Όμηρ., Θεόκρ.
Middle Liddell
χθᾰμᾰλός, ή, όν χαμαί, with θ inserted]
near the ground, on the ground, flat, Hom., Theocr.
Frisk Etymology German
χθαμαλός: {khthamalós}
See also: s. χθών.
Page 2,1097