κατακαυχάομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακαυχάομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ.: - καυχῶμαι [[ἐναντίον]] τινός, [[ὑπερηφανεύομαι]], τινος ἢ κατὰ τινος Ἐπιστ. π. Ρωμ. ια΄, 18, Ἐπιστ. Ἰακ. γ΄, 14· δὲν ἔχω φόβον [[περί]] τινος, τινος [[αὐτόθι]] β΄, 13· κατ. ἔν τινι, [[ὑπερηφανεύομαι]] ἔς τι, Ἑβδ. (Ζαχ. Κ΄, 12).
|lstext='''κατακαυχάομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ.: - καυχῶμαι [[ἐναντίον]] τινός, [[ὑπερηφανεύομαι]], τινος ἢ κατὰ τινος Ἐπιστ. π. Ρωμ. ια΄, 18, Ἐπιστ. Ἰακ. γ΄, 14· δὲν ἔχω φόβον [[περί]] τινος, τινος [[αὐτόθι]] β΄, 13· κατ. ἔν τινι, [[ὑπερηφανεύομαι]] ἔς τι, Ἑβδ. (Ζαχ. Κ΄, 12).
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />traiter avec hauteur.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[καυχάομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακαυχάομαι Medium diacritics: κατακαυχάομαι Low diacritics: κατακαυχάομαι Capitals: ΚΑΤΑΚΑΥΧΑΟΜΑΙ
Transliteration A: katakaucháomai Transliteration B: katakauchaomai Transliteration C: katakafchaomai Beta Code: katakauxa/omai

English (LSJ)

   A boast against one, exult over him, τινος Ep.Rom. 11.18, Eust.ad D.P.Prooem.p.67 B.; κατά τινος Ep.Jac.3.14: metaph., -καυχᾶται ἔλεος κρίσεως ib.2.13; κ. ἔν τινι to glory in it, LXX Za.10.12.

German (Pape)

[Seite 1352] dep. med., sich gegen Einen brüsten, ihn geringschätzig behandeln, τινός, N. T. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατακαυχάομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ.: - καυχῶμαι ἐναντίον τινός, ὑπερηφανεύομαι, τινος ἢ κατὰ τινος Ἐπιστ. π. Ρωμ. ια΄, 18, Ἐπιστ. Ἰακ. γ΄, 14· δὲν ἔχω φόβον περί τινος, τινος αὐτόθι β΄, 13· κατ. ἔν τινι, ὑπερηφανεύομαι ἔς τι, Ἑβδ. (Ζαχ. Κ΄, 12).

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
traiter avec hauteur.
Étymologie: κατά, καυχάομαι.