μεταχώρησις: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(6_8)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταχώρησις''': -εως, ἡ, ἡ ἀλλαγὴ τόπου, [[μεταλλαγή]], Εὐστ. 1259. 61.
|lstext='''μεταχώρησις''': -εως, ἡ, ἡ ἀλλαγὴ τόπου, [[μεταλλαγή]], Εὐστ. 1259. 61.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταχώρησις]], ἡ (ΑΜ)<br />[[μεταχωρώ]] <b>μσν.</b> [[αλλαγή]], [[μεταλλαγή]], [[διαφοροποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναχώρηση]]<br /><b>2.</b> [[αλλαγή]] κατεύθυνσης, [[μεταβολή]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταχώρησις Medium diacritics: μεταχώρησις Low diacritics: μεταχώρησις Capitals: ΜΕΤΑΧΩΡΗΣΙΣ
Transliteration A: metachṓrēsis Transliteration B: metachōrēsis Transliteration C: metachorisis Beta Code: metaxw/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A departure, withdrawal, εἰς τοὺς θεούς Arr.Fr. 134 J.    II change of direction, in pl., Procl.Hyp.1.27: generally, change, τοῦ δ εἰς ζ Eust.1259.61.

German (Pape)

[Seite 157] ἡ, das Weg- und Anderswohingehen, Uebergehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταχώρησις: -εως, ἡ, ἡ ἀλλαγὴ τόπου, μεταλλαγή, Εὐστ. 1259. 61.

Greek Monolingual

μεταχώρησις, ἡ (ΑΜ)
μεταχωρώ μσν. αλλαγή, μεταλλαγή, διαφοροποίηση
αρχ.
1. αναχώρηση
2. αλλαγή κατεύθυνσης, μεταβολή.