περικειμένως: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(6_6)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''περικειμένως''': Ἐπίρρ. ἐντελῶς, Κασσ. Προβλ. 1. 331.
|lstext='''περικειμένως''': Ἐπίρρ. ἐντελῶς, Κασσ. Προβλ. 1. 331.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> από [[παντού]], εντελώς, [[ολότελα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περικείμενος</i>, μτχ. του ρ. [[περίκειμαι]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικειμένως Medium diacritics: περικειμένως Low diacritics: περικειμένως Capitals: ΠΕΡΙΚΕΙΜΕΝΩΣ
Transliteration A: perikeiménōs Transliteration B: perikeimenōs Transliteration C: perikeimenos Beta Code: perikeime/nws

English (LSJ)

Adv.

   A completely, τοῦτο π. διεκρούσατο Ἀσκληπιάδης Cass.Pr.1.

Greek (Liddell-Scott)

περικειμένως: Ἐπίρρ. ἐντελῶς, Κασσ. Προβλ. 1. 331.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από παντού, εντελώς, ολότελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περικείμενος, μτχ. του ρ. περίκειμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].