ἀργυραμοιβός: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργυρᾰμοιβός''': ὁ, ὁ ἀνταλλάσσων νομίσματα, [[κολλυβιστής]], Λατ. argentarius, Πλάτ. Πολιτ. 289Ε, Θεόκρ. 12. 37· «ὁ [[κέρμα]] ἀντὶ ἀργυρίου ἀλλασσόμενος, ὁ [[τραπεζίτης]], ὁ [[ἀργυροπράτης]], κολλεκτάριος» Σουΐδ., Ἡσύχ. | |lstext='''ἀργυρᾰμοιβός''': ὁ, ὁ ἀνταλλάσσων νομίσματα, [[κολλυβιστής]], Λατ. argentarius, Πλάτ. Πολιτ. 289Ε, Θεόκρ. 12. 37· «ὁ [[κέρμα]] ἀντὶ ἀργυρίου ἀλλασσόμενος, ὁ [[τραπεζίτης]], ὁ [[ἀργυροπράτης]], κολλεκτάριος» Σουΐδ., Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />changeur, banquier.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], ἀμείβομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A money-changer, banker, Pl.Plt. 289e, Theoc.12.37, etc.: as Adj., ἀ. τιμή Maiist.32.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργυρᾰμοιβός: ὁ, ὁ ἀνταλλάσσων νομίσματα, κολλυβιστής, Λατ. argentarius, Πλάτ. Πολιτ. 289Ε, Θεόκρ. 12. 37· «ὁ κέρμα ἀντὶ ἀργυρίου ἀλλασσόμενος, ὁ τραπεζίτης, ὁ ἀργυροπράτης, κολλεκτάριος» Σουΐδ., Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
changeur, banquier.
Étymologie: ἄργυρος, ἀμείβομαι.