θλιβώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(6_7)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θλιβώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) καταπιεστικός, Νείλου Ἐπιστ σ. 182, 6.
|lstext='''θλιβώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) καταπιεστικός, Νείλου Ἐπιστ σ. 182, 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[θλιβώδης]], -ες (Α) [[θλίβω]]<br />[[καταπιεστικός]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θλῐβώδης Medium diacritics: θλιβώδης Low diacritics: θλιβώδης Capitals: ΘΛΙΒΩΔΗΣ
Transliteration A: thlibṓdēs Transliteration B: thlibōdēs Transliteration C: thlivodis Beta Code: qlibw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A oppressive, Aq.Ge.32.7(8).

German (Pape)

[Seite 1212] ες, beengend, belästigend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θλιβώδης: -ες, (εἶδος) καταπιεστικός, Νείλου Ἐπιστ σ. 182, 6.

Greek Monolingual

θλιβώδης, -ες (Α) θλίβω
καταπιεστικός.