δεκτέος: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δεκτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[δέχομαι]], ὃν πρέπει νὰ δεχθῇ τις, Λουκ. Ἑρμοτ. 74. ΙΙ. δεκτέον, πρέπει τις νὰ λάβῃ ἢ ἐννοήσῃ, Στράβ. 460. | |lstext='''δεκτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[δέχομαι]], ὃν πρέπει νὰ δεχθῇ τις, Λουκ. Ἑρμοτ. 74. ΙΙ. δεκτέον, πρέπει τις νὰ λάβῃ ἢ ἐννοήσῃ, Στράβ. 460. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut recevoir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[δέχομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον, (δέχομαι)
A to be received, Luc.Herm.74. II δεκτέον, one must take or understand, Str.10.2.22, Sch.Th.Oxy. 853 vii 9.
Greek (Liddell-Scott)
δεκτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ δέχομαι, ὃν πρέπει νὰ δεχθῇ τις, Λουκ. Ἑρμοτ. 74. ΙΙ. δεκτέον, πρέπει τις νὰ λάβῃ ἢ ἐννοήσῃ, Στράβ. 460.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’on peut ou qu’il faut recevoir.
Étymologie: adj. verb. de δέχομαι.