διακριτικότης: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
(6_12) |
(big3_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακριτικότης''': -ητος, ἡ, ἡ [[δεξιότης]] τοῦ διακρίνειν, Πρόκλ. Παρμ. σ. 793 (Stallb.). | |lstext='''διακριτικότης''': -ητος, ἡ, ἡ [[δεξιότης]] τοῦ διακρίνειν, Πρόκλ. Παρμ. σ. 793 (Stallb.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ητος, ἡ<br />[[capacidad de análisis o clasificación]] δ. ἐν ἑκάστῳ ὡρισμένης παραγραφῆς καὶ διαίρεσεως αἴτιον Procl.<i>in Prm</i>.1010. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A power of discrimination, Procl. in Prm.p.793S.
Greek (Liddell-Scott)
διακριτικότης: -ητος, ἡ, ἡ δεξιότης τοῦ διακρίνειν, Πρόκλ. Παρμ. σ. 793 (Stallb.).
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
capacidad de análisis o clasificación δ. ἐν ἑκάστῳ ὡρισμένης παραγραφῆς καὶ διαίρεσεως αἴτιον Procl.in Prm.1010.