σκηνοποιέω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκηνοποιέω''': [[κατασκευάζω]] σκηνὴν ἢ καλύβην, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΙΓ΄, 20, ΚΒ΄, 15), Γρηγ. Ναζ. · [[οὕτως]] ἒν τῷ μέσῷ τύπῳ, Διοσκ. 2. 176· - ἀλλὰ τὸ μέσ. [[κυρίως]], [[κατασκευάζω]] δι’ ἐμαυτὸν σκηνὴν ἢ καλύβην, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 12, 16, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 522Ε, Διόδ. 3. 27. | |lstext='''σκηνοποιέω''': [[κατασκευάζω]] σκηνὴν ἢ καλύβην, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΙΓ΄, 20, ΚΒ΄, 15), Γρηγ. Ναζ. · [[οὕτως]] ἒν τῷ μέσῷ τύπῳ, Διοσκ. 2. 176· - ἀλλὰ τὸ μέσ. [[κυρίως]], [[κατασκευάζω]] δι’ ἐμαυτὸν σκηνὴν ἢ καλύβην, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 12, 16, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 522Ε, Διόδ. 3. 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />construire une tente, une cabane;<br /><i><b>Moy.</b></i> σκηνοποιέομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> se construire une tente, une cabane ; s’établir qqe part.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνοποιός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
A make a tent or booth, Sm.Is.13.20, 22.15:—Med., form a canopy, Dsc.2.146:—but Med. in prop. sense, make oneself a tent or booth, Arist.Mete.348b35, Clearch.9, Plb.14.1.7, D.S.3.27.
German (Pape)
[Seite 895] ein Zelt, ein Hütte, Laube machen, Sp.; auch im med., wie Hdn. 7, 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνοποιέω: κατασκευάζω σκηνὴν ἢ καλύβην, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΙΓ΄, 20, ΚΒ΄, 15), Γρηγ. Ναζ. · οὕτως ἒν τῷ μέσῷ τύπῳ, Διοσκ. 2. 176· - ἀλλὰ τὸ μέσ. κυρίως, κατασκευάζω δι’ ἐμαυτὸν σκηνὴν ἢ καλύβην, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 12, 16, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 522Ε, Διόδ. 3. 27.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
construire une tente, une cabane;
Moy. σκηνοποιέομαι-οῦμαι;
1 m. sign.
2 se construire une tente, une cabane ; s’établir qqe part.
Étymologie: σκηνοποιός.