δαπανηρός: Difference between revisions
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δᾰπᾰνηρός''': -ά, -όν, ἐπὶ ἀνθρώπων, [[δαψιλής]], [[πλουσιοπάροχος]], ἄσωτος, Πλάτ. Πολ. 564Β, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 2· εἰς ἑαυτὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 15, πρβλ. 4. 1, 3 καὶ 35. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[πολυδάπανος]], πολλὴν δαπάνην ἀπαιτῶν, Λατ. sumptuosus, [[πόλεμος]] Δημ. 58. 6· [[λειτουργία]] Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 20, πρβλ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 1. ― Ἐπίρρ. –ρῶς Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 4. | |lstext='''δᾰπᾰνηρός''': -ά, -όν, ἐπὶ ἀνθρώπων, [[δαψιλής]], [[πλουσιοπάροχος]], ἄσωτος, Πλάτ. Πολ. 564Β, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 2· εἰς ἑαυτὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 15, πρβλ. 4. 1, 3 καὶ 35. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[πολυδάπανος]], πολλὴν δαπάνην ἀπαιτῶν, Λατ. sumptuosus, [[πόλεμος]] Δημ. 58. 6· [[λειτουργία]] Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 20, πρβλ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 1. ― Ἐπίρρ. –ρῶς Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> dépensier, prodigue;<br /><b>2</b> dispendieux, coûteux.<br />'''Étymologie:''' [[δαπάνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ά, όν, of men,
A lavish, extravagant, Pl.R.564b, X.Mem.2.6.2; εἰς ἑαυτόν, εἰς ἀκολασίαν, Arist.EN1123a4, 1119b31. II of things, expensive, πόλεμος D.5.5; λειτουργία Arist. Pol.1309a18, cf. EN1122a21: Comp. -ότερα, λειτουργήματα Jul. Or.1.21d. Adv. -ρῶς X.HG6.5.4. III consuming, πυ-ρ Ph.2.91.
German (Pape)
[Seite 522] 1) Aufwand machend, verschwenderisch, Plat. Rep. VIII, 564 b; Xen. Mem. 2, 6, 2 u. Folgde. – 2) von Sachen, Aufwand erfordernd, kostspielig, πόλεμος Dem. 5, 5; λειτουργίαι Arist. Pol. 5, 8. – Adv., Xen. Hell. 6, 5, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰπᾰνηρός: -ά, -όν, ἐπὶ ἀνθρώπων, δαψιλής, πλουσιοπάροχος, ἄσωτος, Πλάτ. Πολ. 564Β, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 2· εἰς ἑαυτὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 15, πρβλ. 4. 1, 3 καὶ 35. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πολυδάπανος, πολλὴν δαπάνην ἀπαιτῶν, Λατ. sumptuosus, πόλεμος Δημ. 58. 6· λειτουργία Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 20, πρβλ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 1. ― Ἐπίρρ. –ρῶς Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 4.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 dépensier, prodigue;
2 dispendieux, coûteux.
Étymologie: δαπάνη.