συνεξετάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεξετάζω''': [[ἐξετάζω]], ἐρευνῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Πλάτ. Νόμ. 900D ― Παθ., οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος ἢ τινι, οἱ τῆς αὐτῆς μερίδος, οἱ ὀπαδοὶ [[αὐτοῦ]], Δημ. 556. 16., 576. 12, πρβλ. Λουκ. Εἰκόν. 15· ― [[ὡσαύτως]], συνεξετάζομαί τινι, ἐξετάζομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, μετροῦμαι [[πρός]] τινα, ἁμιλλῶμαι [[πρός]] τινα, Ἀντιφῶν 3. 54.
|lstext='''συνεξετάζω''': [[ἐξετάζω]], ἐρευνῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Πλάτ. Νόμ. 900D ― Παθ., οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος ἢ τινι, οἱ τῆς αὐτῆς μερίδος, οἱ ὀπαδοὶ [[αὐτοῦ]], Δημ. 556. 16., 576. 12, πρβλ. Λουκ. Εἰκόν. 15· ― [[ὡσαύτως]], συνεξετάζομαί τινι, ἐξετάζομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, μετροῦμαι [[πρός]] τινα, ἁμιλλῶμαι [[πρός]] τινα, Ἀντιφῶν 3. 54.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> rechercher <i>ou</i> examiner ensemble;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i> <b>1</b> se faire rechercher <i>ou</i> poursuivre en justice avec, τινι;<br /><b>2</b> être mis au rang de, être du parti de, τινι;<br /><b>3</b> se comparer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξετάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξετάζω Medium diacritics: συνεξετάζω Low diacritics: συνεξετάζω Capitals: ΣΥΝΕΞΕΤΑΖΩ
Transliteration A: synexetázō Transliteration B: synexetazō Transliteration C: syneksetazo Beta Code: suneceta/zw

English (LSJ)

   A search out and examine along with or together, Pl.Lg.900d, Ph.2.197, Iamb.Comm. Math.14:—Pass., to be reckoned with or among, οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος or τινι his party or adherents, D.21.127,190, cf. Luc.Pr. Im.15; but also συνεξετάζεσθαί τινι measure oneself with one, rival him, Alciphr.3.54.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξετάζω: ἐξετάζω, ἐρευνῶ ὁμοῦ μετά τινος, Πλάτ. Νόμ. 900D ― Παθ., οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος ἢ τινι, οἱ τῆς αὐτῆς μερίδος, οἱ ὀπαδοὶ αὐτοῦ, Δημ. 556. 16., 576. 12, πρβλ. Λουκ. Εἰκόν. 15· ― ὡσαύτως, συνεξετάζομαί τινι, ἐξετάζομαι ὁμοῦ μετά τινος, μετροῦμαι πρός τινα, ἁμιλλῶμαι πρός τινα, Ἀντιφῶν 3. 54.

French (Bailly abrégé)

I. rechercher ou examiner ensemble;
II. Pass. 1 se faire rechercher ou poursuivre en justice avec, τινι;
2 être mis au rang de, être du parti de, τινι;
3 se comparer à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐξετάζω.